Ο Σπύρος Γιαννιώτης είναι ένας άνθρωπος που διδάσκει την αξία της επιμονής και της σκληρής δουλειάς. Ένας άνθρωπος που δεν βρήκε τίποτα έτοιμο από παιδί, που ό,τι έχει κερδίσει δεν του χαρίστηκε, αλλά το κατέκτησε μόνος του. Ανέβηκε στην κορυφή του κόσμου επειδή αγαπά υπερβολικά αυτό που κάνει σε σημείο ώστε να μη λογαριάζει πόνο, κόπο και χρόνο προκειμένου να τα καταφέρει. Κι επειδή... δεν ήταν καλός μαθητής στο σχολείο!
«Είχα μαθησιακές δυσκολίες. Τα πρώτα χρόνια πίεζα τον εαυτό μου, προσπαθούσα πραγματικά και με έπιανε το παράπονο που δεν μπορούσα να είμαι αυτός που ήθελα. Αργότερα, στο γυμνάσιο, έμαθα ότι είμαι δυσλεκτικός. Αυτή η δυσκολία με πείσμωσε. Ένιωσα ότι έπρεπε να πετύχω κάπου. Να αποδείξω στον εαυτό μου πως αφού δεν ήμουν καλός στο σχολείο, θα μπορούσα να είμαι καλός κάπου αλλού. Κάπως έτσι, ο αθλητισμός έγινε το δικό μου σχολείο. Όσα έμαθα και ό,τι έγινα τα χρωστάω στον αθλητισμό. Τα ταξίδια που έχω πάει, τις διαφορετικές κουλτούρες και τους πολιτισμούς που έχω δει από κοντά, τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, τους φίλους που έχω κάνει. Ο αθλητισμός μού έμαθε την πειθαρχία, τη συνέπεια. Αυτό που είμαι ως άνθρωπος».
Το νερό ήταν το στοιχείο του. Από πολύ νωρίς. Πριν καν περπατήσει: «Η πρώτη μου επαφή με το νερό έγινε πριν μάθω ακόμη να περπατάω. Έτσι μου έχουν πει οι γονείς μου. Μπουσούλαγα στην παραλία, έμπαινα στο νερό και δεν ήθελα να βγω. Κάθε καλοκαίρι είχαν πρόβλημα. Η μάνα μου, ως πρώην αθλήτρια και κολυμβήτρια, με έσπρωξε στην κολύμβηση. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από τις πισίνες είναι εκείνος ο αγώνας που κατάφερα για πρώτη φορά να «βγάλω» όλη τη διαδρομή χωρίς να πιάσω την άκρη της πισίνας. Πρέπει να ήμουν πέντε-έξι χρονών. Δεν θυμάμαι άλλα πράγματα, αλλά θυμάμαι αυτό».
Εκείνος ο αγώνας ήταν η αρχή. Ακολούθησε Ο ΝΑΟ Κέρκυρας, με τον οποίον κολυμπούσε όπου έβρισκε, γιατί η δημοτική πισίνα του νησιού είχε κλείσει προκειμένου να γίνει σκεπαστή. Και επί τέσσερα χρόνια δεν υπήρχε πισίνα! «Κολυμπούσα σε μικρές πισίνες ξενοδοχείων και το καλοκαίρι στη θάλασσα, όπου ο Ναυτικός Αθλητικός Όμιλος Κέρκυρας είχε φτιάξει μια κανονική πενηντάρα πισίνα μέσα στο νερό. Θυμάμαι, ένα απόγευμα, όπως κολυμπούσα, γύρισα, έκανα τούμπα και είδα ένα χταπόδι. Είπα στην προπονήτρια «συγγνώμη λίγο», πήρα το χταπόδι με το χέρι, το έβγαλα έξω και το πήρα σπίτι για φαγητό».
Ο Σπύρος και ο Νίκος
Μετά ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη με ένα κλιμάκιο της Εθνικής ομάδας και μετά από ενάμιση χρόνο κατέβηκε στην Αθήνα. Με ένα παλιό Uno, που ίσα που δούλευε, όπως λέει. «Ο Νίκος o Γέμελος με είχε βάλει σ' ένα ξενοδοχείο, είχε έρθει και η μητέρα μου να με βοηθήσει. Την επόμενη μέρα βγήκαμε να ψάξουμε για σπίτι και είχε χαλάσει το αμάξι. Με είχε πιάσει πανικός. Έλεγα «πώς θ' αντέξω εδώ;». Τελικά, όλα πήγαν καλά. Ο Νίκος μου βρήκε σπίτι, τακτοποιήθηκα, ταίριαξα αμέσως και με το κλίμα στον Ολυμπιακό – μέσα σε μία εβδομάδα είχα «στρώσει».
Ο Νίκος Γέμελος, ο προπονητής του, είναι μετά την οικογένειά του ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή του:«Στον Νίκο χρωστάω πολλά. Του χρωστάω την πορεία μου. Γιατί ένας προπονητής δεν είναι μόνο για το πρόγραμμα, να σου πει «κάνε εκείνο το πεντακοσάρι ή εκείνο το χιλιάρι». Νιώθω πολύ σίγουρος για τον εαυτό μου όταν μιλάω μαζί του πριν από έναν αγώνα. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ αυστηρός, αλλά αυτό ήταν που με κράτησε, γιατί εγώ δεν ήξερα τίποτα τότε. Ένα παιδί ήμουν, στα είκοσι, που είχαν αρχίσει τα μυαλά του να παίρνουν αέρα».
Ασχολήθηκε πρώτα με τα αγωνίσματα της πισίνας. Τα 400μ. και τα 1500μ. ήταν η σπεσιαλιτέ του. Σε αυτά συμμετείχε στις πρώτες δύο διοργανώσεις Ολυμπιακών Αγώνων της καριέρας του. Στο Σίδνεϊ το 2000, όπου «για πρώτη φορά έβλεπα την ομορφιά των Αγώνων». Και στην Αθήνα το 2004. Μπροστά στο ελληνικό κοινό έγινε ένας από τους τρεις Έλληνες κολυμβητές που μετείχαν σε τελικό Ολυμπιακών Αγώνων μετά από 108 ολόκληρα χρόνια! Στα 400μ. ελεύθερο είχε καταλάβει την 7η θέση. Πρώτη φορά που φλέρταρε με το ολυμπιακό μετάλλιο.«Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα να είσαι στο βάθρο και να ακούς το εθνικό ύμνο της χώρας σου και μάλιστα στους Ολυμπιακούς. Έχω δει αθλητές και σκεφτόμουν "Παναγία μου, πώς να είναι αυτό το συναίσθημα;". Αξίζει κάθε προσπάθεια», έλεγε.
Βουτιά στη θάλασσα
Μετά τους Αγώνες του 2004 αποφάσισε να αλλάξει ρότα. Άφησε τις πισίνες και... βούτηξε στην ανοικτή θάλασσα: «Τότε ήμουν 24 ετών κι έβλεπα ότι οι δυνατότητές μου στην πισίνα έφταναν μέχρι ένα σημείο. Το κολύμπι αφορά περισσότερο μικρότερες ηλικίες. Δεν θα μπορούσα να είμαι ανταγωνιστικός σε υψηλό επίπεδο. Οπότε, ξεκίνησε μία συζήτηση με τον προπονητή μου. Tα επόμενα 2-3 χρόνια ήταν μεταβατικά. Πήραμε την απόφαση μόλις μάθαμε ότι θα γινόταν ολυμπιακό άθλημα και το βάπτισμα του πυρός ήρθε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Μελβούρνης το 2007. Το open water είναι πολύ διαφορετικό από την πισίνα. Έχει τη σωματική επαφή, «πέφτει» ξύλο. Επηρεάζεσαι από τη θερμοκρασία του νερού, από τα ρεύματα που μπορεί ν' αλλάξουν ξαφνικά».
Τα επόμενα τρία χρόνια ήταν μεταβατικά. Έπρεπε να... μετασχηματιστεί σε κολυμβητή θαλάσσης. Αλλά το 2007 ήταν έτοιμος. Έπεσε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της Μελβούρνης και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο! Λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά πήρε το ασημένιο μετάλλιο και στο παγκόσμιο κύπελλο. Το 2008 κολύμπησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, το 2009 πήρε το ασημένιο μετάλλιο στα 5χλμ. στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, το 2011 αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στα 10χλμ. και αργυρός στα 5χλμ.! Ήταν πλέον ένας από τους καλύτερους στο είδος του σε όλο τον κόσμο.
Η συγγνώμη στο Λονδίνο και η κούρσα που του άλλξε τη ζωή
Οπότε θεώρησε ότι το 2012 στο Λονδίνο είχε φτάσει η ώρα για το πολυπόθητο ολυμπιακό μετάλλιο. Δεν το πήρε για μερικά εκατοστά του δευτερολέπτου. Ήρθε τέταρτος. «Ξέρω μέσα μου ότι τα έδωσα όλα. Συγγνώμη. Είμαι 32 και μεγάλος, αλλά νιώθω μικρός», δήλωσε με δάκρυα στα μάτια. Ήταν απαρηγόρητος. «Το 2012, στους Ολυμπιακούς, μετά το τέλος της κούρσας ξέσπασα. Με επηρέασαν το άγχος, η πίεση που ένιωθα τις μέρες της προετοιμασίας πριν από τον αγώνα. Δεν ήταν άσχημη η τέταρτη θέση, αλλά οι προσδοκίες που είχα από τον εαυτό μου ήταν πολύ υψηλές. Το ήθελα πολύ. Ένιωσα ότι απογοήτευσα τον προπονητή, τη γυναίκα μου, τους γονείς μου, τους συγγενείς που ήρθαν από την Αγγλία, τη γιαγιά μου που δεν βγαίνει από το σπίτι και ήρθε να με δει, τους ανθρώπους που με παρακολούθησαν από την τηλεόραση. Ο πρωταθλητισμός και οι προηγούμενες επιτυχίες δεν σε προετοιμάζουν για την αποτυχία. Κάθε φορά είναι και χειρότερα. Αλλά η αποτυχία είναι για μένα κάτι που πρέπει να σου συμβεί. Γιατί, μετά, είτε πεισμώνεις και προσπαθείς να το κάνεις καλύτερα ή σηκώνεσαι και φεύγεις. Εγώ πεισμώνω και προσπαθώ».
Αυτό το πείσμα και η προσπάθεια είχαν ως αποτέλεσμα να σηκώσει κεφάλι γρήγορα. Και την επόμενη χρονιά, το 2013, να αναδειχθεί ξανά παγκόσμιος πρωταθλητής. Σε μια κούρσα που άλλαξε την ίδια τη ζωή του, όπως ομολόγησε: «Ήταν τρελή κούρσα στα τελευταία δυόμισι χιλιόμετρα. Στα τελευταία 500 μέτρα ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά πολύ γρήγορα, ένιωθα ότι δεν αιματωνόταν. Δεν έχω αισθανθεί ξανά τόσο άσχημα στη ζωή μου. Μου ερχόταν λιποθυμία και τα χέρια μου έτρεμαν. Έβαλα κάτω το κεφάλι και προσπάθησα να κολυμπήσω όσο πιο δυνατά μπορούσα.
Πάλευα μεταξύ του να συνεχίσω ή όχι. Του "μπορώ" και του "δεν μπορώ". Άρχισα να επαναλαμβάνω "μπορείς, μπορείς, μπορείς". Εκεί κολύμπησα με μυαλό και ψυχική, συναισθανόμενος αυτό που είχε συμβεί στο Λονδίνο. Μετά τους Αγώνες του 2012 ήμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Αυτός όμως, είναι ο αθλητισμός. Είπα στον εαυτό μου πως "πρέπει να επιστρέψεις" και έπειτα από προπονήσεις 3 1/2 μηνών, πήρα το παγκόσμιο.
Έκτοτε η ζωή μου δεν είναι η ίδια. Ξέρω πως μπορούμε να επιτύχουμε ό,τι βάλουμε στο μυαλό μας, αρκεί να μην καταθέσουμε τα όπλα και να δίνουμε όλη μας τη ψυχή».
Τρία χρόνια αργότερα, αυτή η τελευταία κουβέντα επιβεβαιώθηκε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. Ο Σπύρος Γιαννιώτης ανέβηκε στο βάθρο των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο. Κατέκτησε το μόνο μετάλλιο που δεν είχε στη συλλογή του, ακριβώς επειδή δεν κατέθεσε ποτέ τα όπλα. Ακριβώς επειδή οι δυσκολίες δεν τον έκαναν να σηκωθεί να φύγει, αλλά τον ώθησαν να μείνει και να προσπαθήσει ακόμα περισσότερο.
Όπως κάνει σε όλη του τη ζωή...
Πηγή: pamesports.gr