Οι επενδύσεις και η ανάπτυξη, που κάποιοι εσχάτως ανακάλυψαν, ως απαραίτητα συστατικά ποιοτικής και ποσοτικής ανάπτυξης μίας οικονομίας, δεν είναι γλειφιτζούρια προς τέρψιν ιθαγενών που θέλουν να ακούσουν τον καλό λόγο. Τόσον οι επενδύσεις όσο και η ανάπτυξη που προκύπτει από αυτές απαιτούν συγκεκριμένα ευνοϊκά θεσμικά, οργανωτικά και αντιληπτικά πλαίσια τα οποία στην Ελλάδα είναι σχεδόν άγνωστα. Γι’ αυτό και η περίφημη στροφή του παραγωγικού προτύπου προς την εξωστρέφεια είναι εξαιρετικά δύσκολη. Κατά κύριο δε λόγο απαιτεί μία ριζική πνευματική ανατροπή, η οποία, υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι εξόχως προβληματική.
Αυτή είναι και η σοβαρότερη αιτία της κρίσης χρέους μίας καταναλωτικής κοινωνίας με πενιχρό παραγωγικό και εξαγωγικό δυναμισμό. Οι δε λόγοι για την κατάσταση αυτή είναι τόσο παλαιοί, που κάνουν δυσχερέστερη την ανατροπή του σημερινού προτύπου. Όπως προκύπτει από τα εμπορικά στοιχεία, πολλά τελικά προϊόντα θα μπορούσαν δυνητικά να παράγονται στην Ελλάδα, υποκαθιστώντας εισαγωγές. Η χρήση ελληνικών ενδιάμεσων προϊόντων στις εξαγωγές τρίτων χωρών είναι επίσης περιορισμένη σε σχέση με άλλες χώρες. Με την εξαίρεση των βασικών μετάλλων και των χημικών, που έχουν ενταχθεί ικανοποιητικά σε διεθνές μεταποιητικές αλυσσίδες αξίας, η Ελλάδα συμμετέχει μόνον οριακά σε αυτές.
Στο πλαίσιο αυτό και για να μπορέσει η ελληνική μεταποίηση να αυξήσει τον βαθμό ενσωμάτωσής της στην παγκόσμια παραγωγική διαδικασία, η Ελλάδα καλείται να αναπτύξει υποδομές γνώσης και καινοτομίας υψηλού επιπέδου, για να γίνει πόλος έλξης ξένων νεωτεριστικών επενδύσεων και χώρα-κόμβος αναφοράς στις διεθνείς αλυσσίδες αξίας. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΚΕΠΕ (Οικονομικές Εξελίξεις, Τεύχος 32, Φεβρουάριος 2017), η Ελλάδα στον τομέα αυτόν παρουσιάζει μία μεικτή εικόνα, καθώς, από την μία πλευρά α) είναι 4η διεθνώς (μεταξύ 33 χωρών) στην συμμετοχή των νέων 20 ετών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και β) είναι 6η διεθνώς (μεταξύ 44 χωρών) σε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις φυσικές επιστήμες και την μηχανολογία, που αντιπροσωπεύουν το 26% όλων των αποφοίτων.
Αλλά, από την άλλη:
*Διαθέτει μόνον 5,8 ανά 1.000 άτομα πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών με διδακτορικό και βρίσκεται στην 21η θέση σε 34 χώρες στην σχετική κατάταξη.
*Διαθέτει μόνον 7,5 ερευνητές και 10,8 εργαζόμενους στην έρευνα και ανάπτυξη (ερευνητές, τεχνικούς και υποστηρικτικό προσωπικό) ανά 1.000 απασχολούμενους (21η σε 36 χώρες και 24η σε 34 χώρες αντιστοίχως).
*Μόνον το 13,9% των ερευνητών απασχολούνται σε επιχειρήσεις (τελευταία σε 36 χώρες, σε 30 από τις οποίες το ποσοστό είναι πάνω από 30%), με το 65,2% και το 19,9% των ερευνητών να απασχολούνται στην εκπαίδευση και το Δημόσιο αντιστοίχως.
*Είναι 32η σε 37 χώρες όσον αφορά στην άμεση κρατική χρηματοδότηση των δαπανών των επιχειρήσεων και την χορήγηση φορολογικών κινήτρων για έρευνα και ανάπτυξη.
*Είναι τελευταία (37η) στις δαπάνες των επιχειρήσεων για έρευνα και ανάπτυξη.
Ταυτοχρόνως, για να παίξει η μεταποίηση τον αναπτυξιακό της ρόλο στην ελληνική οικονομία, θα πρέπει να απελευθερωθεί από τα πλοκάμια της θεσμικής ανεπάρκειας και του δυσβάστακτου κόστους παραγωγής σε σχέση με άλλες χώρες (υπερφορολόγηση, υψηλό μη μισθολογικό κόστος, υψηλό κόστος ενέργειας, υψηλό κόστος συμμόρφωσης προς το εποπτικό πλαίσιο, στρεβλώσεις και καθυστερήσεις στην αδειοδοτική διαδικασία, κλπ.), έτσι ώστε να ενισχυθεί το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα στις διεθνείς αγορές.
Δεν αρκεί να λέμε ότι θέλουμε να κάνουμε εξαγωγές. Σήμερα είναι απαραίτητο, για να μπορεί μία επιχείρηση να διαμορφώνει και η ίδια τους όρους της διεθνούς ή εθνικής προσφοράς. Η εποχή που η παραγωγή είχε ως πυξίδα της την ζήτηση πέρασε και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Στις σημερινές έντονα ανταγωνιστικές οικονομίες, τα δεδομένα της εισόδου και εξόδου των προϊόντων από/και στις διεθνείς αγορές και εθνικές αγορές έχουν αλλάξει. Οι οικονομίες στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο στηρίζονται πλέον στην «δημιουργική προσφορά», παρά στην ζήτηση.
Με άλλα λόγια, όπως αναγνωρίζουν πολλοί παρατηρητές, σήμερα, οι επιχειρήσεις που θέλουν να διαβούν στην αγορά με αξιώσεις πρέπει, αντί να ικανοποιούν την ζήτηση, να δημιουργούν προσφορά. Είναι δηλαδή απαραίτητο να διευρύνουν το πεδίο της ζήτησης, προτείνοντας προϊόντα και υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν κάτι παραπάνω σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Αυτή η προστιθέμενη αξία μπορεί να είναι συνολική ή τμηματική –αρκεί να διαφοροποιεί το προϊόν από τα άλλα.
Το νέο λοιπόν φαινόμενο που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζει την διεθνή βιομηχανία είναι αυτό της δημιουργικής προσφοράς, η οποία για πολλές επιχειρήσεις αποτελεί καίριο όπλο της στρατηγικής τους. Αυτή δε η δημιουργική προσφορά εξαρτάται από το κατά πόσον μία επιχείρηση διαθέτει την αίσθηση της διαφοράς και θέλει να παίρνει από την αγορά μηνύματα, παρά να τής επιβάλλει.